- κατατομή
- η (AM κατατομή) [κατατέμνω]η από τα πλάγια όψη ενὸς προσώπου ή αντικειμένου, το προφίλ, σε αντιδιαστολή προς την κατά πρόσωπο όψηνεοελλ.1. (για οικοδόμημα, κόσμημα, σκεύος κ.λπ.) κατακόρυφη τομή που γίνεται για να παρασταθεί το εσωτερικό ή τα μέρη τού όλου («κατατομή αεροσκάφους»)2. τεχνολ. η πραγματοποιούμενη σε κάποιο σώμα κάθετη προς θεωρούμενο άξονα τομή, αλλ. διατομή3. στρατ. σχεδιάγραμμα που παριστάνει την από κατακόρυφο επίπεδο τομή ενὸς οχυρώματος σε ορισμένο σημείο του4. φρ. (γεωμ.) α) «επίπεδο κατατομής» — επίπεδο βοηθητικό προβολικό, που είναι κάθετο προς τα δύο προβολικά επίπεδα και επομένως προς τη γραμμή εδάφουςβ) «ευθεία κατατομής» — κεκλιμένη ευθεία που κείται στο βοηθητικό επίπεδο κατατομής ή είναι παράλληλη σε αυτόμσν.μτφ.1. τμήμα, κομμάτι2. η διοικητική διαίρεση, ο τρόπος τής διοίκησηςαρχ.1. τέλεια τομή, αυλακωτή εντομή, δηλ. τομή από τα άνω προς τα κάτω2. αρχιτ. μέρος τού αρχαίου θεάτρου, το διάζωμα ή η ορχήστρα3. επιφάνεια βράχου ή σκοπέλου4. ακρωτηριασμός («βλέπετε τὴν κατατομήνἡμεῑς γάρ ἐσμεν ἡ περιτομή», ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.